- ἀνειλιγμένων
- ἀνελίσσωunrollperf part mp fem gen pl (ionic)ἀνελίσσωunrollperf part mp masc/neut gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενελίσσω — (Α ἐνελίσσω και ιων. ἐνειλίσσω και αττ. ἀνελίττω) περιτυλίγω, καλύπτω («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλας και ἀρνακίδας», Πλάτ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η ενειλιγμένη ο γεωμετρικός τόπος τών κέντρων καμπυλότητας… … Dictionary of Greek